ιλαρυντικός

ιλαρυντικός
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί ιλαρότητα, χαροποιός, χαρμόσυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρύνω + κατάλ. -τικος (πρβλ. καλλυν-τικός, μεγεθυν-τικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιλαρυντικός, -ή — ό αυτός που προκαλεί ιλαρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”